- υδρ(ο)-
- ΝΜΑ1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ- τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ)2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το οποίο δηλώνει: α) ότι το δεύτερο συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στο νερό, περιέχει νερό ή μοιάζει με νερό, έχει την ιδιότητα τού υδαρούς, τού υδατώδους, τού νερουλού (πρβλ. υδροακουστική < γαλλ. hydroacustique, υδρόφιλος < γαλλ. hydrophile, υδροδυναμική < αγγλ. hydrodynamics κ.ά.β) την παρουσία ή την πρόσληψη υδρογόνου ή, σπανιότερα, νερού στο μόριο μιας χημικής ένωσης (πρβλ. υδροξύλιο < αγγλ. hydroxyl, υδροξύ < γαλλ. hydroxyde, υδροξυλαμίνη < αγγλ. hydroxylamin, υδρο-χλώριο < αγγλ. hydro-clor κ.ά.).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό υδρ(ο)-: υδραγωγός, υδράργυρος, ύδραυλις, ύδραυλος, υδροδόκη, υδροειδής, υδροκέφαλος, υδροκήλη, υδρομαντεία, υδρόμελι, υδρόμυλος, υδροπότης, υδρορρόη, υδροοκόπος, υδροστάτης, υδρόφοβος, υδροφόρος, υδροχόη, υδροχόος, ύδρωπαςαρχ.υδροβόλος, υδροπαγής, υδροποιόςαρχ.-μσν.υδρέλαιον, υδροδόχος, υδροφύλαξμσν.υδροτόκοςμσν.- νεοελλ.υδρόβιος, υδρογνώμων, υδροχαρήςνεοελλ.υδραέριο, υδραντλία, υδρατμός, υδροβαρόμετρο, υδροβιολογία, υδρόγαλα, υδρόγειος, υδρογέφυρα, υδρογόνο, υδρογραφία, υδροδείκτης, υδροδυναμικός, υδροηλεκτρικός, υδρόθειο, υδροθεραπεία, υδροκαλλιέργεια, υδροκεφαλία, υδροκίνητος, υδροκρίτης, υδροκυάνιο, υδροκύστη, υδρολήπτης, υδρολογία, υδρόλυση, υδρομασάζ, υδρόμετρο, υδρονομή, υδροξείδιο, υδροπλάνο, υδροπληξία, υδροπονία, υδροπρίων, υδροστάθμη, υδρόσφαιρα, υδροτεχνία, υδροτριβή, υδρόφιλος, υδροφράκτης, υδροφυγής, υδρόφυτος, υδρόφωνο, υδροχαρής, υδροχλώριο, υδρόχρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.